- φιλοσπήλυγξ
- -ήλυγγος, ὁ, ἡ, Ααυτός που τού αρέσει να μένει σε σπήλαιο («Πανὶ φιλοσπήλυγγι», Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + σπήλυγξ «σπήλαιο»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλοσπήλυγγι — φιλοσπή̱λυγγι , φιλοσπῆλυγξ fond of grottoes masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)